- ἀποκαθιστάνω
- ἀποκαθιστάνω, = sq., SIG2588.56 (ii B.C.), Plb.3.98.9, D.S.18.57: —also [suff] ἀποκαθ-ιστάω, v.l. in Arist.Metaph.1074a3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποκαθιστάνω — βλ. αποκαθιστώ … Dictionary of Greek
αποκαθιστώ — κ. αποκατασταίνω (AM ἀποκαθίστημι κ. ἀποκαθιστῶ, άω, Α κ. ἀποκαθιστάνω) επαναφέρω κάτι ή κάποιον στην προηγούμενη κατάσταση, θέση, τόπο κ.λπ. νεοελλ. εξασφαλίζω τα παιδιά μου, ώστε να μην έχουν ανάγκη από πατρική ή μητρική προστασία, παρέχοντάς… … Dictionary of Greek